αρυτίδωτος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
αρυτίδωτος
- (κυριολεκτικά) που δεν έχει ρυτίδες
- (μεταφορικά) ήρεμος, γαλήνιος
- ※ Ένα κοπάδι χρυσόψαρα επιδίδεται σε ωραίους σχηματισμούς στο αρυτίδωτο γαλάζιο. (*)
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη ρυτίδα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αρυτίδωτος