αρυτίδωτος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αρυτίδωτος η αρυτίδωτη το αρυτίδωτο
      γενική του αρυτίδωτου της αρυτίδωτης του αρυτίδωτου
    αιτιατική τον αρυτίδωτο την αρυτίδωτη το αρυτίδωτο
     κλητική αρυτίδωτε αρυτίδωτη αρυτίδωτο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αρυτίδωτοι οι αρυτίδωτες τα αρυτίδωτα
      γενική των αρυτίδωτων των αρυτίδωτων των αρυτίδωτων
    αιτιατική τους αρυτίδωτους τις αρυτίδωτες τα αρυτίδωτα
     κλητική αρυτίδωτοι αρυτίδωτες αρυτίδωτα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αρυτίδωτος < α- + ρυτιδώνω + -τος

Επίθετο[επεξεργασία]

αρυτίδωτος

  1. (κυριολεκτικά) που δεν έχει ρυτίδες
  2. (μεταφορικά) ήρεμος, γαλήνιος
    ※ Ένα κοπάδι χρυσόψαρα επιδίδεται σε ωραίους σχηματισμούς στο αρυτίδωτο γαλάζιο. (*)

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Αντώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]