αρχαία περσικά
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Πολυλεκτικός όρος
[επεξεργασία]αρχαία περσικά ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
- (γλώσσα) ινδοευρωπαϊκή γλώσσα που μιλήθηκε στην Περσία
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αρχαία περσικά