αρχαιογεωμορφολογικός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αρχαιογεωμορφολογικός η αρχαιογεωμορφολογική το αρχαιογεωμορφολογικό
      γενική του αρχαιογεωμορφολογικού της αρχαιογεωμορφολογικής του αρχαιογεωμορφολογικού
    αιτιατική τον αρχαιογεωμορφολογικό την αρχαιογεωμορφολογική το αρχαιογεωμορφολογικό
     κλητική αρχαιογεωμορφολογικέ αρχαιογεωμορφολογική αρχαιογεωμορφολογικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αρχαιογεωμορφολογικοί οι αρχαιογεωμορφολογικές τα αρχαιογεωμορφολογικά
      γενική των αρχαιογεωμορφολογικών των αρχαιογεωμορφολογικών των αρχαιογεωμορφολογικών
    αιτιατική τους αρχαιογεωμορφολογικούς τις αρχαιογεωμορφολογικές τα αρχαιογεωμορφολογικά
     κλητική αρχαιογεωμορφολογικοί αρχαιογεωμορφολογικές αρχαιογεωμορφολογικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αρχαιογεωμορφολογικός < αρχαιογεωμορφολογία + -ικός

Επίθετο[επεξεργασία]

αρχαιογεωμορφολογικός

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]