αρχαιολογικέ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
αρχαιολογικέ
- αρχαιολογικός, στην κλητική του ενικού