αρχαιοσυλία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αρχαιοσυλία < αρχαιο- + σύληση • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αρχαιοσυλία θηλυκό
- (λόγιο) η κλοπή, λεηλασία αρχαιοτήτων
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αρχαιοσυλία
|