αρχαιοσυλλέκτης

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο αρχαιοσυλλέκτης οι αρχαιοσυλλέκτες
      γενική του αρχαιοσυλλέκτη των αρχαιοσυλλεκτών
    αιτιατική τον αρχαιοσυλλέκτη τους αρχαιοσυλλέκτες
     κλητική αρχαιοσυλλέκτη αρχαιοσυλλέκτες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αρχαιοσυλλέκτης < αρχαιο- + συλλέκτης

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /aɾ.çe.o.siˈle.ktis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αρ‐χαι‐ο‐συλ‐λέ‐κτης

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

αρχαιοσυλλέκτης αρσενικό (θηλυκό αρχαιοσυλλέκτρια)

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]