αρχαιόπληκτος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αρχαιόπληκτος < αρχαιό- + -πληκτος • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Επίθετο[επεξεργασία]
αρχαιόπληκτος, -η, -ο
* που πάσχει από αρχαιοπληξία
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
- αρχαιοπληξία
- → δείτε τις λέξεις αρχαίος και πλήττω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αρχαιόπληκτος
|