αρχαιότητα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αρχαιότητα < αρχαία ελληνική ἀρχαιότης < ἀρχαῖος
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αρχαιότητα θηλυκό
- οι αρχαίοι χρόνοι
- οι Έλληνες κατά την αρχαιότητα δημιούργησαν έναν μεγάλο πολιτισμό
- (για εργαζόμενους) η χρονική διάρκεια που κάποιος κατέχει μια θέση στον δημόσιο ή ιδιωτικό τομέα
- οι προαγωγές έγιναν κατ' αρχαιότητα
- αρχαιότητες: αντικείμενα αρχαιολογικού ενδιαφέροντος
- έμπορος αρχαιοτήτων