αρχαιότητα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αρχαιότητα < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀρχαιότης (παλιά ιστορία), από την αιτιατική ενικού σε -ότητα «τὴν ἀρχαιότητα» < ἀρχαῖος & σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική antiquité
- για τον πληθυντικό αρχαιότητες > σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική antiquités (πληθυντικός)
- για τη σημασία «παλαιότητα όπως στις προαγωγές» > σημασιολογικό δάνειο από την αγγλική seniority
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /aɾ.çeˈo.ti.ta/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : αρ‐χαι‐ό‐τη‐τα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αρχαιότητα θηλυκό
- οι αρχαίοι χρόνοι
- ↪ Οι Έλληνες κατά την αρχαιότητα δημιούργησαν έναν μεγάλο πολιτισμό.
- → δείτε αρχαιότητες: αντικείμενα αρχαιολογικού ενδιαφέροντος
- ↪ έμπορος αρχαιοτήτων, Εφορεία Αρχαιοτήτων
- (για εργαζόμενους) η παλαιότητα στη χρονική διάρκεια που κάποιος κατέχει μια θέση στον δημόσιο ή ιδιωτικό τομέα
- ↪ Οι προαγωγές έγιναν κατ' αρχαιότητα.
- εκφράσεις: κατ' αρχαιότητα
[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη αρχαίος
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αρχαία χρόνια
Πηγές[επεξεργασία]
- αρχαιότητα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
- αρχαιότητα - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023)
- αρχαιότητα - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό Λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σάλπιγγα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ότητα (νέα ελληνικά)
- Σημασιολογικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Σημασιολογικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)