αρχαϊκά

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αρχαϊκά < αρχαϊκός

Επίρρημα[επεξεργασία]

αρχαϊκά

  1. με αρχαϊκό τρόπο
  2. μιμούμενος την αρχαιότητα

Μεταφράσεις[επεξεργασία]