αρχετυπικός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: αρχέτυπος

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αρχετυπικός η αρχετυπική το αρχετυπικό
      γενική του αρχετυπικού της αρχετυπικής του αρχετυπικού
    αιτιατική τον αρχετυπικό την αρχετυπική το αρχετυπικό
     κλητική αρχετυπικέ αρχετυπική αρχετυπικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αρχετυπικοί οι αρχετυπικές τα αρχετυπικά
      γενική των αρχετυπικών των αρχετυπικών των αρχετυπικών
    αιτιατική τους αρχετυπικούς τις αρχετυπικές τα αρχετυπικά
     κλητική αρχετυπικοί αρχετυπικές αρχετυπικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αρχετυπικός < (ελληνιστική κοινή) *ἀρχετυπικός (βλ. ἀρχετυπικῶς)

Επίθετο[επεξεργασία]

αρχετυπικός, -ή, -ό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]