αρχιδούκας

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο αρχιδούκας οι αρχιδούκες
      γενική του αρχιδούκα
αρχιδουκός
των αρχιδουκών
    αιτιατική τον αρχιδούκα τους αρχιδούκες
     κλητική αρχιδούκα αρχιδούκες
Κατηγορία όπως «μήνας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αρχιδούκας < αρχι- + δούκας, μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική archiduc[1]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

αρχιδούκας αρσενικό (θηλυκό αρχιδούκισσα)

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]