αρχιεπίσκοπος
Πίνακας περιεχομένων
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | αρχιεπίσκοπος | αρχιεπίσκοποι |
γενική | αρχιεπισκόπου & αρχιεπίσκοπου |
αρχιεπισκόπων & αρχιεπίσκοπων |
αιτιατική | αρχιεπίσκοπο | αρχιεπισκόπους & αρχιεπίσκοπους |
κλητική | αρχιεπίσκοπε | αρχιεπίσκοποι |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αρχιεπίσκοπος < ελληνιστική κοινή ἀρχιεπίσκοπος < ἀρχι- + ἐπίσκοπος
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αρχιεπίσκοπος αρσενικό
- ο ανώτερος μεταξύ των επισκόπων μιας περιοχής, ο μητροπολίτης αυτής της περιοχής
- ο ηγέτης μιας αυτοκέφαλης Εκκλησίας ή μιας πολύ μεγάλης σε έκταση περιφέρειας που υπάγεται σε Πατριαρχείο· επίσης τίτλος του προκαθημένου της Αγγλικανικής Εκκλησίας
- Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και πάσης Ελλάδος
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αρχιεπίσκοπος