αρχιεροσύνη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αρχιεροσύνη < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἀρχιερωσύνη. Μορφολογικά αναλύεται σε αρχ- + ιεροσύνη (ιερ- + -οσύνη, κατά τα ουσιαστικά σε -οσύνη). Η ορθογραφική απλοποίηση με όμικρον, ήδη από το μεσαιωνικό ἀρχιερoσύνη.
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /aɾ.çi.e.ɾoˈsi.ni/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : αρ‐χι‐ε‐ρο‐σύ‐νη
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]αρχιεροσύνη θηλυκό
- (θρησκεία, εκκλησιαστικός όρος) το αξίωμα του αρχιερέα
- ≈ συνώνυμα: αρχιερατεία (καθώς και η περίοδος άσκησης καθηκόντων αρχιερέα)[1]
Συγγενικά
[επεξεργασία]→ και δείτε τις λέξεις αρχή και ιερός
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αρχιεροσύνη
|
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ λήμματα: αρχιερατεία, αρχιερέας - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
Πηγές
[επεξεργασία]- αρχιεροσύνη - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- αρχιεροσύνη - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- αρχιεροσύνη - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'νίκη' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα αρχ- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα ιερ- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -οσύνη (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Θρησκεία (νέα ελληνικά)
- Εκκλησιαστικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)