αρχικομμουνιστής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αρχικομμουνιστής < αρχι- + κομμουνιστής
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]αρχικομμουνιστής αρσενικό (θηλυκό αρχικομμουνίστρια)
- (ιστορία, πολιτική, μειωτικό) ηγετικό στέλεχος κομμουνιστικού κόμματος, σημαντική προσωπικότητα του κομμουνιστικού κινήματος
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]- αρχικουμούνι (προφορικό)
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αρχικομμουνιστής
Πηγές
[επεξεργασία]- αρχικομμουνιστής - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- Γιώργος Δ. Μπουμπούς, «Η εγκατάστασις του μπολσεβικισμού εν Ελλάδι και ο αρχικομμουνιστής Κορδάτος», στο ένθετο «Βιβλιοθήκη» της εφ. Ελευθεροτυπία (3 Αυγούστου 2001), διαθέσιμο στο Glinos Foundation/Ίδρυμα Γληνού, academia.edu· πρόσβαση: 2023-12-05.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ποιητής' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα αρχι- (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ιστορία (νέα ελληνικά)
- Πολιτική (νέα ελληνικά)
- Μειωτικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)