αρχιλόχειος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αρχιλόχειος < Ἀρχίλοχος → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο[επεξεργασία]
αρχιλόχειος
- ο χαρακτηριστικός τού ποιητή Αρχίλοχου
- (μτφ.) δηκτικός, τσουχτερός
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αρχιλόχειος
|