αρχιμαγείρισσα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αρχιμαγείρισσα < αρχιμάγειρος + κατάληξη θηλυκού -ισσα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αρχιμαγείρισσα θηλυκό
- (επάγγελμα) θηλυκό του αρχιμάγειρος / αρχιμάγειρας
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αρχιμαγείρισσα
|