αρχιπτέραρχος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: αιθεράρχης

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο αρχιπτέραρχος οι αρχιπτέραρχοι
      γενική του αρχιπτέραρχου
αρχιπτεράρχου
των αρχιπτέραρχων
αρχιπτεράρχων
    αιτιατική τον αρχιπτέραρχο τους αρχιπτέραρχους
αρχιπτεράρχους
     κλητική αρχιπτέραρχε αρχιπτέραρχοι
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αρχιπτέραρχος < αρχι- + πτέρυγα + -αρχος

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

αρχιπτέραρχος αρσενικό ή θηλυκό


ελληνικοί στρατιωτικοί βαθμοί
Στρατός Ξηράς Πολεμικό Ναυτικό Πολεμική Αεροπορία
Aξιωματικοί
Ανώτατοι
στρατάρχης
αρχιστράτηγος αρχιναύαρχος αρχιπτέραρχος / στρατάρχης
στρατηγός ναύαρχος πτέραρχος
αντιστράτηγος αντιναύαρχος αντιπτέραρχος
υποστράτηγος υποναύαρχος υποπτέραρχος
ταξίαρχος αρχιπλοίαρχος ταξίαρχος
Ανώτεροι
συνταγματάρχης πλοίαρχος σμήναρχος
αντισυνταγματάρχης αντιπλοίαρχος αντισμήναρχος
ταγματάρχης πλωτάρχης επισμηναγός
Κατώτεροι
λοχαγός υποπλοίαρχος σμηναγός
υπολοχαγός ανθυποπλοίαρχος υποσμηναγός
ανθυπολοχαγός σημαιοφόρος ανθυποσμηναγός
Ανθυπασπιστές
ανθυπασπιστής
δόκιμος έφεδρος αξιωματικός (Δ.Ε.Α.)
Υπαξιωματικοί (βαθμοφόροι οπλίτες)
αρχιλοχίας αρχικελευστής αρχισμηνίας
επιλοχίας επικελευστής επισμηνίας
λοχίας κελευστής σμηνίας
δεκανέας δίοπος υποσμηνίας
Οπλίτες
υποδεκανέας υποδίοπος ανθυποσμηνίας
στρατιώτης ναύτης σμηνίτης