αρχισυνδικαλιστής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αρχισυνδικαλιστής < αρχι- + συνδικαλιστής
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /aɾ.çi.sin.ði.ka.liˈstis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : αρ‐χι‐συν‐δι‐κα‐λι‐στής
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αρχισυνδικαλιστής αρσενικό
- (νεολογισμός) ο επικεφαλής συνδικαλιστικής οργάνωσης
- ※ Η ταινία, αριστουργηματική ως σύλληψη και εκτέλεση, αποτελεί αφετηρία για πολλές σκέψεις και προεκτάσεις. Ενας από τους κεντρικούς της ήρωες είναι ο Τζίμι Χόφα, ο κραταιός αρχισυνδικαλιστής, το απόλυτο αφεντικό του συνδικάτου των φορτηγατζήδων τη δεκαετία του '60, των «Teamsters». (Δημήτρης Π. Σακκουλής, Oταν μιλούν για «αλληλεγγύη», ανθρώπινος πόνος μυρίζει…, Εφημερίδα των Συντακτών, 7 Μαΐου 2020)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αρχισυνδικαλιστής
|
Πηγές[επεξεργασία]
- Δελτίο Επιστημονικής Ορολογίας και Νεολογισμών. Ακαδημία Αθηνών. Τεύχος 11, έτος 2012, ISSN: 1106‑8027. Διαθέσιμο pdf στο repository.academyofathens.gr
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ναύτης' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα αρχι- (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Νεολογισμοί (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα τύπου (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)