αρχισυντάκτρια
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αρχισυντάκτρια < αρχισυντάκτης + -τρια
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αρχισυντάκτρια θηλυκό
- (επάγγελμα) → δείτε τη λέξη αρχισυντάκτης
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αρχισυντάκτρια