αρχιτελώνης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αρχιτελώνης < (ελληνιστική κοινή) ἀρχιτελώνης < αρχαία ελληνική ἀρχή + τελώνης < τέλος < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *kʷel- (κινώ, στρίβω)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αρχιτελώνης αρσενικό
- ο προϊστάμενος των τελωνών
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αρχιτελώνης