αρχιτεμπέλαρος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αρχιτεμπέλαρος < αρχι- + τεμπέλ(ης) + μεγεθυντικό επίθημα -αρος
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αρχιτεμπέλαρος αρσενικό
- (οικείο) άλλη μορφή του αρχιτεμπέλης
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αρχιτεμπέλαρος
|