αρχομανία

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αρχομανία οι αρχομανίες
      γενική της αρχομανίας των αρχομανιών
    αιτιατική την αρχομανία τις αρχομανίες
     κλητική αρχομανία αρχομανίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αρχομανία < άρχω (=εξουσιάζω) + μανία. Δηλαδή αυτός που έχει μανία να κυριαρχεί, να εξουσιάζει.

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

αρχομανία θηλυκό

  • το υπέρμετρο πάθος κατάκτησης της αρχής ή της εξουσίας.

Μεταφράσεις[επεξεργασία]