αρχοντοχωριάτισσα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αρχοντοχωριάτισσα < αρχοντοχωριάτης + κατάληξη θηλυκού -ισσα
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]αρχοντοχωριάτισσα θηλυκό
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε αρχοντοχωριάτης
αρχοντοχωριάτισσα
|