αρχύτερα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αρχύτερα < συγκριτ. βαθμός χωρίς θετ.
Επίρρημα[επεξεργασία]
αρχύτερα
- πρωτύτερα, νωρίτερα
- για καλό και για κακό, να φύγουμε μια ώρα αρχύτερα, μη χάσουμε το αεροπλάνο