αρωματίζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αρωματίζω < λείπει η ετυμολογία

Ρήμα[επεξεργασία]

αρωματίζω

  1. κάνω κάτι να ευωδιάζει
  2. επαλείφω με άρωμα


Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]