αρωματικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αρωματικός < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἀρωματικός < αρχαία ελληνική ἄρωμα < ἀρόω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *h₂erh₃- (οργώνω)
- χημικός όρος < (σημασιολογικό δάνειο) αγγλική aromatic [1]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /a.ɾo.ma.tiˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐ρω‐μα‐τι‐κός
Επίθετο[επεξεργασία]
αρωματικός, -ή, -ό
- που έχει και αναδίδει ωραίο άρωμα
- (χημική ένωση) είδος χημικής οργανικής ένωσης
- (ουσιαστικοποιημένο) αρωματικά: ουσία (φυσική ή τεχνητή) που αρωματίζει
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη άρωμα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αρωματικός
|
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ αρωματικός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'καλός' (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Σημασιολογικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Χημικές ενώσεις (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)