αρωματοδοχείο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αρωματοδοχείο τα αρωματοδοχεία
      γενική του αρωματοδοχείου των αρωματοδοχείων
    αιτιατική το αρωματοδοχείο τα αρωματοδοχεία
     κλητική αρωματοδοχείο αρωματοδοχεία
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αρωματοδοχείο < καθαρεύουσα ἀρωματοδοχεῖον[1]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /a.ɾo.ma.to.ðoˈçi.o/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐ρω‐μα‐το‐δο‐χεί‐ο

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

αρωματοδοχείο ουδέτερο

  • δοχείο το οποίο περιλαμβάνει άρωμα
    ※  Μέσα σ’ ένα ρωμαϊκό σπίτι πολλά αντικείμενα ήταν φτιαγμένα από γυαλί: πιάτα, ποτήρια, μπουκάλια, φλασκιά, κανάτες, ειδικά σκεύη για το λαδόξυδο και λυχνάρια. Το γυαλί είχε τη θέση του και στη διακόσμηση του χώρου: γυάλινες ψηφίδες χρησιμοποιούνταν για την απόδοση του γαλάζιου και πράσινου χρώματος στα ψηφιδωτά. Ακόμα, από γυαλί ήταν φτιαγμένα τα αρωματοδοχεία και κάποια κοσμήματα και σύνεργα ομορφιάς των κυριών.
    Έκθεση «Γυάλινος κόσμος» (Αρχαιολογικό Μουσείο Θεσσαλονίκης, 20/9/2009-12/2010), archaiologia.gr, 5 Νοεμβρίου 2009

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. αρωματοδοχείοΓεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας