αρωματοπώλης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | αρωματοπώλης | οι | αρωματοπώλες |
γενική | του | αρωματοπώλη | των | αρωματοπωλών |
αιτιατική | τον | αρωματοπώλη | τους | αρωματοπώλες |
κλητική | αρωματοπώλη | αρωματοπώλες | ||
Ο λαϊκότροπος πληθυντικός σε -ηδες δεν συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αρωματοπώλης < ελληνιστική κοινή ἀρωματοπώλης. Συγχρονικά αναλύεται σε (άρωμα) αρώματ(ος) + -ο- + -πώλης
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αρωματοπώλης αρσενικό (θηλυκό αρωματοπώλισσα)
- (επάγγελμα) αυτός που έχει ως επάγγελμα να πουλάει αρώματα
- εργάζομαι ως αρωματοπώλης, όμως δεν έχω καμία σχέση με την παραγωγή τους
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ναύτης' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με ένθημα -ο- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -πώλης (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Επαγγέλματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)