αρόδο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αρόδο < (άμεσο δάνειο) βενετική a roda[1] [2] ή arodo[3] [4] ή οξιτανική arròda < λατινική rota

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /aˈɾo.ðo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐ρό‐δο

Επίρρημα[επεξεργασία]

αρόδο

  1. (ναυτικός όρος) αγκυροβολημένος έξω από το λιμάνι ή μακριά από το αγκυροβόλιο
    ※  Τὸ πλοῖο ἔστεκε ἀρόδο, ἀπὸ φόβο μὴν κάτσει στ’ ἀνάβαθο λιμάνιˈ' (Γιώργης Μανουσάκης, Ὁ ἐθελοντής, Αθήνα 2008)
     συνώνυμα: (στα) ανοιχτά
  2. (κατ’ επέκταση) μακριά, σε απόσταση[2]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

  1. αρόδοΓεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. 2,0 2,1 Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)
  3. αρόδοΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
  4. αρόδο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας