αρύομαι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αρύομαι < αρχαία ελληνική ἀρύομαι, παθητική φωνή του ρήματος ἀρύω
Ρήμα[επεξεργασία]
αρύομαι
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αρύομαι
|