ασάμινθος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ασάμινθος οι ασάμινθοι
      γενική της ασαμίνθου των ασαμίνθων
    αιτιατική την ασάμινθο τις ασαμίνθους
     κλητική ασάμινθε
(ασάμινθο)
ασάμινθοι
Κατηγορία όπως «ήπειρος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ασάμινθος < αρχαία ελληνική ᾰ̓σᾰ́μινθος < προελληνική [1] (πβ. ακκαδικά 𒉏𒋛𒂊𒌈: nim-se-e-tum / namasittu)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ασάμινθος θηλυκό

  • (αρχαιολογία) λουτήρας, μπανιέρα
    ※  Από τις τρεις φάσεις επεξεργασίας σιτηρών και οσπρίων, η πρώτη γίνεται στην ύπαιθρο και οι άλλες δύο αφορούν το καθάρισμα του καρπού. Άροτρα, εργαλεία αλωνισμού, ξύλινα γουδιά και γουδοχέρια, φτιαγμένα από φθαρτά υλικά δεν σώθηκαν. Σώζονται μόνο εργαλεία θερισμού από πυριτόλιθο, οψιδιανό ή μέταλλο. Τα λεγόμενα vats (λεκάνες) πιστεύεται ότι προορίζονταν για την παραγωγή λαδιού ή κρασιού. Η ασάμινθος, η λεγόμενη «μπανιέρα», ήταν πιθανότατα συνδεδεμένη με την αρωματοποιία. Τα πιθάρια με προχοή θα σχετίζονταν με το λάδι, το κρασί ή την μπίρα, ίσως και με ρευστές τροφές. Χρήση φυτών και καρπών γίνεται και στα θυμιατήρια καθώς και στις χύτρες που, εκτός από το μαγείρεμα, χρησίμευαν πιθανόν και για την παρασκευή αρωμάτων. (www.archaiologia.gr, 28.06.2011)

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

  1. Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 1‑2.