ασανσεριτζής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ασανσεριτζής αρσενικό
- ο κατασκευαστής ασανσέρ
- (επάγγελμα) ο συντηρητής ασανσέρ
- ο οδηγός ασανσέρ
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ασανσεριτζής
|