ασαράντιστος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ασαράντιστος η ασαράντιστη το ασαράντιστο
      γενική του ασαράντιστου της ασαράντιστης του ασαράντιστου
    αιτιατική τον ασαράντιστο την ασαράντιστη το ασαράντιστο
     κλητική ασαράντιστε ασαράντιστη ασαράντιστο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ασαράντιστοι οι ασαράντιστες τα ασαράντιστα
      γενική των ασαράντιστων των ασαράντιστων των ασαράντιστων
    αιτιατική τους ασαράντιστους τις ασαράντιστες τα ασαράντιστα
     κλητική ασαράντιστοι ασαράντιστες ασαράντιστα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ασαράντιστος < α- στερητ. + σαραντίζω

Επίθετο[επεξεργασία]

ασαράντιστος

  • που δε σαράντισε, δε συμπλήρωσε σαράντα μέρες (για λεχώνα, βρέφος ή μωρό)

Μεταφράσεις[επεξεργασία]