ασβέστιο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
|
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ασβέστιο < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα ἄσβεστ(ος) + -ιον, (μεταφραστικό δάνειο) γαλλική calcium. Διαφορετικό το ἀσβέστιον ( (ελληνιστική κοινή)) < αρχαία ελληνική ἄσβεστος → δείτε τη λέξη ασβέστι[1]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /aˈzve.sti.o/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐σβέ‐στι‐ο
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ασβέστιο ουδέτερο
- (χημεία) μεταλλικό χημικό στοιχείο, που ανήκει στις αλκαλικές γαίες, με ατομικό αριθμό 20 και χημικό σύμβολο το Ca
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ασβέστιο | τα | ασβέστια |
γενική | του | ασβέστιου & ασβεστίου |
των | ασβέστιων & ασβεστίων |
αιτιατική | το | ασβέστιο | τα | ασβέστια |
κλητική | ασβέστιο | ασβέστια | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. Συνήθως στον ενικό. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
Σύνθετα[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
-
ασβέστιο στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ασβέστιο
[επεξεργασία]
- ↑ ασβέστιο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
Κατηγορίες:
- Χημικά στοιχεία (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από την καθαρεύουσα (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την καθαρεύουσα (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ιο (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Χημεία (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'βούτυρο' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)