ασβέστιο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

  • Χημικό στοιχείο: Ca
  • Ατομικός αριθμός : 20
  • Προηγούμενο = K
  • Επόμενο = Sc

Δείτε επίσης: Περιοδικός πίνακας των στοιχείων

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ασβέστιο < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα ἄσβεστ(ος) + -ιον, (μεταφραστικό δάνειο) γαλλική calcium. Διαφορετικό το ἀσβέστιον ( (ελληνιστική κοινή)) < αρχαία ελληνική ἄσβεστος → δείτε τη λέξη ασβέστι[1]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /aˈzve.sti.o/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐σβέ‐στι‐ο

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ασβέστιο ουδέτερο

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ασβέστιο τα ασβέστια
      γενική του ασβέστιου
ασβεστίου
των ασβέστιων
ασβεστίων
    αιτιατική το ασβέστιο τα ασβέστια
     κλητική ασβέστιο ασβέστια
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Συνήθως στον ενικό.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Σύνθετα[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]