ασβέστωμα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]


↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ασβέστωμα τα ασβεστώματα
      γενική του ασβεστώματος των ασβεστωμάτων
    αιτιατική το ασβέστωμα τα ασβεστώματα
     κλητική ασβέστωμα ασβεστώματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ασβέστωμα < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ασβέστωμα ουδέτερο

  • η ενέργεια του ασβεστώνω, το βάψιμο μιας επιφάνειας (τοίχου κλπ) με διάλυμα από ασβέστη και νερό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]