ασβέστωμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ασβέστωμα < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ασβέστωμα ουδέτερο
- η ενέργεια του ασβεστώνω, το βάψιμο μιας επιφάνειας (τοίχου κλπ) με διάλυμα από ασβέστη και νερό
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ασβέστωμα