ασβεστοκονίαμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ασβεστοκονίαμα < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ασβεστοκονίαμα ουδέτερο
- μείγμα από ασβέστη, άμμο και νερό, σε αναλογία 1 προς 2 ή 3, που χρησιμοποιείται στην οικοδομική ως συνδετικό υλικό και για επίχριση των επιφανειών των τοίχων (σοβάτισμα).
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ασβεστοκονίαμα
|