ασβεστοκονιάματα
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
[επεξεργασία]ασβεστοκονιάματα ουδέτερο
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του ασβεστοκονίαμα
ασβεστοκονιάματα ουδέτερο