ασβός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | ασβός | οι | ασβοί |
γενική | του | ασβού | των | ασβών |
αιτιατική | τον | ασβό | τους | ασβούς |
κλητική | ασβέ | ασβοί | ||
όπως «αγρός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
ασβός < μεσν. ασβός (μακεδ. γιάσβους), που ανάγεται στο σλαβ. jasvo.
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ασβός αρσενικό
- παμφάγο θηλαστικό ζώο της οικογένειας Mustelidae, νυκτόβιο, με σκληρά νύχια στα μπροστινά του πόδια για σκάψιμο