Μετάβαση στο περιεχόμενο

ασελγής

Από Βικιλεξικό
Δείτε επίσης: ἀσελγής

Νέα ελληνικά (el)

[επεξεργασία]
 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ασελγής η ασελγής το ασελγές
      γενική του ασελγούς* της ασελγούς του ασελγούς
    αιτιατική τον ασελγή την ασελγή το ασελγές
     κλητική ασελγή(ς) ασελγής ασελγές
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ασελγείς οι ασελγείς τα ασελγή
      γενική των ασελγών των ασελγών των ασελγών
    αιτιατική τους ασελγείς τις ασελγείς τα ασελγή
     κλητική ασελγείς ασελγείς ασελγή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ασελγής < αρχαία ελληνική ἀσελγής

Επίθετο

[επεξεργασία]

ασελγής, -ής, -ές

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]