ασελγώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ασελγώ < ελληνιστική κοινή ἀσελγέω < αρχαία ελληνική ἀσελγής

Ρήμα[επεξεργασία]

ασελγώ

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]