ασεξουαλικότητα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ασεξουαλικότητα < αγγλική asexuality
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ασεξουαλικότητα αρσενικό
- η έλλειψη ενδιαφέροντος για το σεξ
- η μη συναίσθηση του να ανήκει κάποιος ή κάποια σε ορισμένο φύλο
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ασεξουαλικότητα