ασετιλίνη

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ασετιλίνη οι ασετιλίνες
      γενική της ασετιλίνης των ασετιλινών
    αιτιατική την ασετιλίνη τις ασετιλίνες
     κλητική ασετιλίνη ασετιλίνες
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ασετιλίνη < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική acétylène < acetyl < λατινική acetum + αρχαία ελληνική ὕλη

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ασετιλίνη θηλυκό

  1. (χημεία) ακόρεστος υδρογονάνθρακας (C2H2), αέριο εύφλεκτο και άχρωμο
  2. (παρωχημένο) φωτιστικό αέριο που παράγεται από την ένωση ανθρακασβεστίου και νερού
  3. (κατ’ επέκταση, παρωχημένο) το φωτιστικό που λειτουργούσε με το (2)

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]