ασετυλίνη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ασετυλίνη < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική acétylène < acetyl < λατινική acetum (< aceo < πρωτοϊταλικά *akēō < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *h₂eḱ-: οξύς, κοφτερός) + αρχαία ελληνική ὕλη (< πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *swel- / *sel-)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ασετυλίνη θηλυκό
- (χημεία) ακόρεστος υδρογονάνθρακας (C2H2), αέριο εύφλεκτο και άχρωμο
- (παρωχημένο) φωτιστικό αέριο που παράγεται από την ένωση ανθρακασβεστίου και νερού
- (κατ' επέκταση) (παρωχημένο) το φωτιστικό που λειτουργούσε με το (2)
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
-
ασετυλίνη στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ασετυλίνη
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'νίκη'
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Ελληνική γλώσσα
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Χημεία (νέα ελληνικά)