ασετόν

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ασετόν < γαλλική acétone

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ασετόν ουδέτερο άκλιτο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]