ασημαντότητα
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ασημαντότητα < ασήμαντος
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ασημαντότητα θηλυκό
- η ιδιότητα τού ασήμαντου
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ασημαντότητα