ασημείωτος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ασημείωτος < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο[επεξεργασία]
ασημείωτος, -η, -ο
- ασημάδευτος, που δεν έχει σημειωθεί με διακριτό σημάδι
- που δεν έχει καταχωρισθεί
- απαρατήρητος, που δεν έχει ληφθεί υπόψιν
- προσοχή! Δεν πρέπει να μείνει ασημείωτο το παρακάτω φαινόμενο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ασημείωτος
|