ασημότητα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πίνακας περιεχομένων
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | ασημότητα | ασημότητες |
γενική | ασημότητας | ασημοτήτων |
αιτιατική | ασημότητα | ασημότητες |
κλητική | ασημότητα | ασημότητες |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ασημότητα < άσημος
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ασημότητα θηλυκό
- η ιδιότητα τού άσημου, ασημαντότητα, μετριότητα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ασημότητα