ασημόχυτος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ασημόχυτος η ασημόχυτη το ασημόχυτο
      γενική του ασημόχυτου της ασημόχυτης του ασημόχυτου
    αιτιατική τον ασημόχυτο την ασημόχυτη το ασημόχυτο
     κλητική ασημόχυτε ασημόχυτη ασημόχυτο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ασημόχυτοι οι ασημόχυτες τα ασημόχυτα
      γενική των ασημόχυτων των ασημόχυτων των ασημόχυτων
    αιτιατική τους ασημόχυτους τις ασημόχυτες τα ασημόχυτα
     κλητική ασημόχυτοι ασημόχυτες ασημόχυτα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ασημόχυτος < ασήμ(ι) + -ό- + χυτός

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /a.siˈmo.çi.tos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐ση‐μό‐χυ‐τος

Επίθετο[επεξεργασία]

ασημόχυτος, -η, -ο

  • (σπάνιο) που είναι καλυμμένος με ασήμι
    ※  Τριπλέκει καὶ χρυσόνειρα τρικλώθει, καὶ ξανοίγει / τὸν ἀργαλειὸ ἀσημόχυτο, τὸ χτένι φιλτισένιο, / σαΐττα θάμα, ἀντί, χρυσό, καὶ χαίρεται – πῶς σμίγει / μετάξινο ὡριοστήμονο μὲ ὑφάδι χρυσαφένιο.
    Λουκάς Δαράκης, Τραγούδια του χωριού - Στον αργαλειό, Νέα Εστία, Έτος Γ΄, τεύχος 53 (1 Μαρτίου 1929), σελ. 184

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]

  • ασημόχυτος - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη.  (συντομογραφίες)