ασηπτικά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ασηπτικά < ασηπτικός
Επίρρημα[επεξεργασία]
ασηπτικά
- με τρόπο που προλαμβάνει μια μόλυνση, με ασηπτικό τρόπο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ασηπτικά
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
ασηπτικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του ασηπτικό