ασθμαίνοντας
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Μετοχή[επεξεργασία]
ασθμαίνοντας άκλιτο
- μετοχή ενεργητικού ενεστώτα του ρήματος ασθμαίνω
Μετοχή[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | ασθμαίνων & ασθμαίνοντας |
η | ασθμαίνουσα | το | ασθμαίνον |
γενική | του | ασθμαίνοντος & ασθμαίνοντα |
της | ασθμαίνουσας & ασθμαινούσης* |
του | ασθμαίνοντος |
αιτιατική | τον | ασθμαίνοντα | την | ασθμαίνουσα | το | ασθμαίνον |
κλητική | ασθμαίνων & ασθμαίνοντα |
ασθμαίνουσα | ασθμαίνον | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | ασθμαίνοντες | οι | ασθμαίνουσες | τα | ασθμαίνοντα |
γενική | των | ασθμαινόντων | των | ασθμαινουσών | των | ασθμαινόντων |
αιτιατική | τους | ασθμαίνοντες | τις | ασθμαίνουσες | τα | ασθμαίνοντα |
κλητική | ασθμαίνοντες | ασθμαίνουσες | ασθμαίνοντα | |||
Ίδιες είναι οι αρχαίες καταλήξεις για τα τρία γένη: -ων, -ουσα, -ον Οι δεύτεροι τύποι του αρσενικού, νεότερες μορφές. * παλιότερος λόγιος τύπος | ||||||
ομάδα 'τρέχων', Κατηγορία όπως «τρέχοντας» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
ασθμαίνοντας, -ουσα, -ον
- μετοχή ενεργητικού ενεστώτα του ρήματος ασθμαίνω, άλλη μορφή του ασθμαίνων με νεότερες καταλήξεις
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ασθμαίνοντας
|
Κατηγορίες:
- Νέα ελληνικά
- Μετοχές (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Μετοχές ενεργητικού ενεστώτα - άκλιτες (νέα ελληνικά)
- Μετοχές ενεργητικού ενεστώτα (νέα ελληνικά)
- Μετοχές που κλίνονται όπως η ομάδα 'τρέχων' (νέα ελληνικά)
- Μετοχές που κλίνονται όπως το 'τρέχοντας' (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)